φαλακρός

φαλακρός
φᾰλακρ-ός, ά, όν, ([etym.] φαλός, ἄκρος)
A baldheaded, Anacr.68, Hdt. 3.12, 4.23, Hp.Aph.6.34, Pl.R.495e, Sammelb. 4637.16 (ii B. C.), etc.; prop. bald on the crown, Arist.HA518a27;

φ. τὴν κεφαλήν Luc.Luct. 16

;

πρόσωπον φαλακρόν E.Cyc.227

;

οἱ φαλακροί Ar.Nu.540

(lyr.), Pax767 (lyr.), etc.: prov. of labour in vain,

φαλακρῷ κτένας δανείζειν Plu. Prov.26

;

φαλακρὸν τίλλειν Suid.

2 like a bald head, blunt, knobbed, φ. σιδήρια of cauterizing irons, Hp.Art.11; στρογγύλωσις ib.61; φαλακρότερος (v.l. -ώτερος)

εὐδίας Sophr.108

.
3 bald spot,

ἔχειν φαλακρόν τινα Anon.Incred.17

.
II ὁ φ. name of a fallacy, D.L.2.108. [φᾰλᾰκρός E.l.c., Ar.Nu.540.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαλακρός — φαλακρός, ή, ό και φαρακλός, ή, ό και καραφλός, ή, ό 1. αυτός που έχει φαλάκρα (βλ. λ.). 2. μτφ. (για εδαφικές εκτάσεις), άδεντρος, αποψιλωμένος, ο στερημένος από βλάστηση: Το ύψωμα είναι φαλακρό και οι στρατιώτες φαίνονται από τα αεροπλάνα. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλακρός — baldheaded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φαλακρά — φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc pl φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc/acc dual φαλακρά̱ , φαλακρός baldheaded fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότερον — φαλακρός baldheaded adverbial comp φαλακρός baldheaded masc acc comp sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρόν — φαλακρός baldheaded masc acc sg φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρότατα — φαλακρός baldheaded adverbial superl φαλακρός baldheaded neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖς — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσι — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακροῖσιν — φαλακρός baldheaded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλακρούς — φαλακρός baldheaded masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”